- ἀδιαλλάκτων
- ἀδιάλλακτοςirreconcilablemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βάιτσμαν, Χαΐμ — (Chaim Weizmann, Μοτιίλ, Ρωσία 1874 – Ρέχοβατ, Ισραήλ 1952). Εβραίος πολιτικός και επιστήμονας, αρχηγός του σιωνιστικού κινήματος. Καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Γενεύης (1900 3) και του Μάντσεστερ (1904 16), έλαβε την αγγλική… … Dictionary of Greek
Γκιζ — (Guise). Επώνυμο γαλλικής οικογένειας δουκών, πλάγιος κλάδος του οίκου της Λορένης, μέλη της οποίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Γαλλίας τον 16ο αι. Γενάρχης ήταν ο Κλαύδιος (1496 1550) που ανακηρύχθηκε από τον Φραγκίσκο Α’ πρώτος… … Dictionary of Greek
Έσε, Χέρμαν — (Hermann Hesse, Καλβ, Βυρτεμβέργη 1877 – Μοντανιόλα, Ελβετία 1962). Γερμανός συγγραφέας. Θεωρείται από τις τελευταίες κλασικές μορφές της γερμανικής λογοτεχνίας. Το αγροτικό στοιχείο της καταγωγής του βρίσκει την έκφρασή του στα μυθιστορήματα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
Κωνσταντία — I Όνομα τριών πριγκιπισσών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Κ. (Constantia Flavia Julia, ; – 333;). Ήταν κόρη του Κωνσταντίου A’ του Χλωρού, ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και σύζυγος τoυ Ρωμαίου αυτοκράτορα Λικίνιου. Από τη… … Dictionary of Greek
Ντεκάζ — (Decazes). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων πολιτικών. 1. Ελί (Elie, Σεν Μαρτέν αν Λε 1780 – Ντεκαζβίλ 1860). Δικαστικός κατά τη ναπολεόντεια περίοδο και σύμβουλος της Λετίτσια Ραμορίνο, μητέρας του Ναπολέοντα, έγινε ένας από τους πρώτους και πιο… … Dictionary of Greek
Ντεμουλέν, Λισί Σεμπλίς Καμίλ Μπενουά — (Lucie Simplice Camille Benoist Desmoulins, Γκιζ 1760 – Παρίσι 1794). Γάλλος πολιτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε στο κολέγιο Louis Le Grand του Παρισιού, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ροβεσπιέρο και αποφοίτησε έχοντας διαμορφώσει καθαρά… … Dictionary of Greek